απηχώ

απηχώ
(Α ἀπηχῶ, -έω)
νεοελλ.
δίνω την απήχηση, τον αντίχτυπο από κάποιο γεγονός
αρχ.
1. αντηχώ
2. λέγω, εκστομίζω
3. ηχώ παράφωνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απηχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απηχώ — ησα, αποδίνω ήχο, μτφ., προκαλώ εντύπωση, εκφράζω: Όσα υποστηρίζει απηχούν τις σκέψεις άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπηχῶ — ἀπηχέω sound back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπηχέω sound back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιλαλώ — (Α ἀντιλαλῶ, έω) νεοελλ. ανακλώ τον ήχο, αντηχώ 2. απηχώ (αμτβ. και μτβ.) 3. συμφωνώ αρχ. αντιλέγω ή ομιλώ εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προαπήχημα — ατος, τὸ, Μ προκαταρκτικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπήχημα (< ἀπηχῶ «ηχώ, αντηχώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”